μεταβάλλει

μεταβάλλει
μεταβάλλω
throw into a different position
pres ind mp 2nd sg
μεταβάλλω
throw into a different position
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετατροπέας — Όρος που υποδηλώνει, είτε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας, είτε μια μηχανή προορισμένη να μεταβάλλει τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι… …   Dictionary of Greek

  • μεταβάλλω — (ΑM μεταβάλλω) [βάλλω] αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες τής ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.) μσν. 1. αναπληρώνω 2. μεταπείθω …   Dictionary of Greek

  • COTURNIX — Graece ὄρτυξ avis parva et migratoria. De qua sic Plin. l. 10. c. 23. Coturnices ante etiam semper advemunt, quam grues, parva avis, et cum ad nos venit, terrestris potius, quam sublimis. Advolant et hae simili modô, non sine periculo navigantium …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοπρόσωπος — η, ο 1. ο αλλοιωμένος κατά το χρώμα τού προσώπου από φόβο, θυμό ή λύπη 2. αυτός που μεταβάλλει ήθος ή χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + πρόσωπο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπροσωπιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αλλοιότροπος — ἀλλοιότροπος, ον (Α) αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμετάβατος — η, ο (AM ἀμετάβατος, ον) [μεταβαίνω] 1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου αρχ. 1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβεί, να τόν διασχίσει …   Dictionary of Greek

  • αμετάβαφος — η, ο [μεταβάφω] 1. αυτός που δεν μεταβάλλει το χρώμα του 2. αυτός που δεν μπορεί να ξαναβαφεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”